πολίωσις

πολίωσις
πολί-ωσις, εως, ,
A becoming grey, Arist. Col.798a13, Plu.2.364b, Gal.1.634.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολίωσις — becoming grey fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίωση — η / πολίωσις, ώσεως, ΝΑ [πολιῶ / οῡμαι] η λεύκανση τών τριχών τού κεφαλιού και τού σώματος αρχ. (κατά τον Γαλ.) «πολίωσίς ἐστι μεταβολὴ τριχῶν ἐπὶ τὸ λευκὸν πρὸ τῆς καθηκούσης ἡλικίας» …   Dictionary of Greek

  • ωχρίαση — η / ὠχρίασις, άσεως, ΝΜΑ [ὠχριῶ] 1. το αποτέλεσμα τού ωχριώ, χλόμιασμα, κιτρίνισμα (α. «ωχρίαση τού προσώπου από φόβο» β. «συμβαίνουσι τοῑς μεθυσκομένοις τρόμοι, βαρύτητες, ὠχριάσεις», Γρηγ. Ναζ.) 2. αποχρωματισμός, ξεθώριασμα («ἡ δὲ πολίωσις,… …   Dictionary of Greek

  • πολιώσεως — πολιώσεω̆ς , πολίωσις becoming grey fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίωσιν — πολέω go about pres subj act 3rd pl (doric) πολίωσις becoming grey fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”